- αθλητής
- ο , αθλήτρια η1) атлет, -ка;
αθλητής στίβου — легкоатлет;
2) спортсмен, -ка; физкультурник, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθλητής στίβου — легкоатлет;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀθλητής — combatant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητής — ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. ήτρια) αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα (αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος μσν. νεοελλ. αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για… … Dictionary of Greek
αθλητής — ο θηλ. αθλήτρια αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες για να δείξει τη σωματική του δύναμη ή την επιδεξιότητά του: Προπονήθηκαν χθες οι αθλητές του δρόμου των 5.000 μέτρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀεθληταῖς — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεθληταῖσιν — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταῖν — ἀθλητής combatant masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταῖς — ἀθλητής combatant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταῖσι — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταῖσιν — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταί — ἀθλητής combatant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθλητοῦ — ἀθλητής combatant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)